συνέλευστος: Difference between revisions
From LSJ
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνέλευστος''': ὁ, ἡ, ὁ συνερχόμενος ἢ συνελθών, ἀλλ’ ἴδε συνελευστικὸς ἐν τέλει. | |lstext='''συνέλευστος''': ὁ, ἡ, ὁ συνερχόμενος ἢ συνελθών, ἀλλ’ ἴδε συνελευστικὸς ἐν τέλει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />[[συνελευστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>έλευστος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελευσ</i>- του μέλλ. [[ἐλεύσομαι]] του ρ. [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]»)]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />[[συνελευστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>έλευστος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελευσ</i>- του μέλλ. [[ἐλεύσομαι]] του ρ. [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]»)]. | |mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />[[συνελευστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>έλευστος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελευσ</i>- του μέλλ. [[ἐλεύσομαι]] του ρ. [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
συνέλευστος: ὁ, ἡ, ὁ συνερχόμενος ἢ συνελθών, ἀλλ’ ἴδε συνελευστικὸς ἐν τέλει.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
συνελευστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έλευστος (< θ. ελευσ- του μέλλ. ἐλεύσομαι του ρ. ἐλεύθω «έρχομαι»)].
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
συνελευστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έλευστος (< θ. ελευσ- του μέλλ. ἐλεύσομαι του ρ. ἐλεύθω «έρχομαι»)].