ταινιοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
(40) |
(No difference)
|
Revision as of 12:57, 29 September 2017
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και ταινιοκτόνος, Ν
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ταινιοκτόνα
(φαρμ.) ανθελμινθικά φάρμακα ικανά να προκαλέσουν την αποβολή και, στις περισσότερες περιπτώσεις, τον θάνατο τών ταινιών που προσβάλλουν το πεπτικό σύστημα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. εντομο-κτόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Αφεντούλη].