ταινιοκτόνος
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και ταινιοκτόνος, Ν
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ταινιοκτόνα
(φαρμ.) ανθελμινθικά φάρμακα ικανά να προκαλέσουν την αποβολή και, στις περισσότερες περιπτώσεις, τον θάνατο τών ταινιών που προσβάλλουν το πεπτικό σύστημα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. εντομοκτόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Αφεντούλη].