τιμονιέρης: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(41) |
(No difference)
|
Revision as of 12:57, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, Ν·1. ο χειριστής τιμονιού, πηδαλιούχος
2. μτφ. κυβερνήτης («τιμονιέρης του κράτους είναι ο πρωθυπουργός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. timoniere (βλ. λ. τιμόνι).