τιθασεία: Difference between revisions

From LSJ

τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires

Source
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐθᾰσεία''': ἡ, τὸ τιθασεύειν, ἡ [[ἐξημέρωσις]], ταῖς ἐν τῷ Νείλῳ τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C.
|lstext='''τῐθᾰσεία''': ἡ, τὸ τιθασεύειν, ἡ [[ἐξημέρωσις]], ταῖς ἐν τῷ Νείλῳ τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[τιθασεύω]]<br />[[τιθάσευση]], [[εξημέρωση]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθᾰσεία Medium diacritics: τιθασεία Low diacritics: τιθασεία Capitals: ΤΙΘΑΣΕΙΑ
Transliteration A: tithaseía Transliteration B: tithaseia Transliteration C: tithaseia Beta Code: tiqasei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A taming, domestication, ἰχθύων Pl.Plt.264c (pl.); τὰ δεχόμενα τιθασείαν (codd. -άσιον) Thphr.HP3.2.2.

German (Pape)

[Seite 1109] ἡ, das Zähmen, zu Hausthieren Machen, ἰχθύων Plat. Polit. 264 c.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθᾰσεία: ἡ, τὸ τιθασεύειν, ἡ ἐξημέρωσις, ταῖς ἐν τῷ Νείλῳ τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C.

Greek Monolingual

ἡ, Α τιθασεύω
τιθάσευση, εξημέρωση.