τιτίζω: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6_22)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῑτίζω''': ὡς τὸ [[πιπίζω]], [[κράζω]] τιτι, τσιρίζω ὡς τὰ νεογνὰ πτηνά· τιτίζοντες ἀνεγίνωσκεν ὁ Ζηνόδοτος ἀντὶ τετριγῶτες ἐν Ἰλ. Β. 314. (Ὀνοματοπ.).
|lstext='''τῑτίζω''': ὡς τὸ [[πιπίζω]], [[κράζω]] τιτι, τσιρίζω ὡς τὰ νεογνὰ πτηνά· τιτίζοντες ἀνεγίνωσκεν ὁ Ζηνόδοτος ἀντὶ τετριγῶτες ἐν Ἰλ. Β. 314. (Ὀνοματοπ.).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[τιττυβίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ., [[προϊόν]] ονοματοποιίας (<b>πρβλ.</b> [[τιτιγόνιον]], [[τέττιξ]], [[τιττυβίζω]], [[ψιθυρίζω]])].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑτίζω Medium diacritics: τιτίζω Low diacritics: τιτίζω Capitals: ΤΙΤΙΖΩ
Transliteration A: titízō Transliteration B: titizō Transliteration C: titizo Beta Code: titi/zw

English (LSJ)

   A like πιππίζω, cry 'ti, ti', cheep like a young bird; τιτίζοντας was the reading of Zenod. for τετριγῶτας in Il.2.314. (Onomatop.)

German (Pape)

[Seite 1121] wie πιπίζω, vom Schreien junger Vögel, pipen; bei Hom. Il. 2, 314 lasen einige Alte τιτίζοντες für τετριγῶτες, Zenodot. aber τεττίζοντες, vgl. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

τῑτίζω: ὡς τὸ πιπίζω, κράζω τιτι, τσιρίζω ὡς τὰ νεογνὰ πτηνά· τιτίζοντες ἀνεγίνωσκεν ὁ Ζηνόδοτος ἀντὶ τετριγῶτες ἐν Ἰλ. Β. 314. (Ὀνοματοπ.).

Greek Monolingual

Α
τιττυβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τέττιξ, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)].