τῆνος: Difference between revisions
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=τήνα, τῆν;<br /><i>dor. c.</i> [[ἐκεῖνος]] <i>ou</i> [[ὅδε]].<br />'''Étymologie:''' DELG dérive de l’article *το- et formation parallèle à (ἐ)[[κεῖνος]]. | |btext=τήνα, τῆν;<br /><i>dor. c.</i> [[ἐκεῖνος]] <i>ou</i> [[ὅδε]].<br />'''Étymologie:''' DELG dérive de l’article *το- et formation parallèle à (ἐ)[[κεῖνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τήνα, [[τῆνο]], Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[κῆνος]]. [[εκείνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. αντωνυμίας, [[αντίστοιχος]] [[προς]] το [[ἐκεῖνος]], σχηματισμένος από το θ. <i>το</i>- του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> ΙΕ <i>tod</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) μέσω ενός τ. <i>τη</i>-<i>ενος</i> (για τη [[μορφή]] <i>τη</i><br /><b>βλ.</b> <i>τῆ</i>) ή <i>τε</i>-<i>ενος</i>, με το [[επίθημα]] -<i>ενος</i> του [[ἐκεῖνος]] (<b>βλ. λ.</b> [[εκείνος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
τήνα, τῆνο, Dor. for Aeol. κῆνος, Ion. and Att. κεῖνος, ἐκεῖνος,
A he, she, it, IG4.7 (Aegina), Epich.35, Sophr.56, Erinn.in PSI9 p.xii, Tab.Heracl.1.136, Ages. ap. Plu.Ages.11, Theoc.1.4,5,11, etc.: sts. with a strongly demonstr. force, like ὅδε or ὁδί, Id.1.1,8, 23, etc. 2 the famous, Id.1.120,126, etc.; or the notorious, Id.5.1,15, etc. 3 in opposed clauses, τόκα μὲν ἐν τήνων... τόκα δὲ πὰρ τήνοις Epich.147, cf. Theoc.1.36.
Greek (Liddell-Scott)
τῆνος: τήνα, τῆνο, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ κῆνος, Ἰωνικ. καὶ Ἀττ. κεῖνος, ἐκεῖνος, η, ο, Ἐπίχ. 19, 95 Ahr., Θεόκρ. 1. 4, 5, 11, κλπ.· ἐνίοτε μετὰ ἰσχυρᾶς δεικτικῆς σημασίας, σχεδὸν ὡς τὸ ὅδε ἢ ὁδί, ὁ αὐτ. 1. 1, 8, 23, κλπ. 2) ὡς τὸ Λατ. ille, iste, ὁ γνωστὸς ἐκεῖνος, ὁ περιώνυμος, ὁ αὐτ. 1. 120, 126, κλπ.· ἢ ὁ διαβόητος, ὁ αὐτ. 5. 1, 15, κλπ. 3) ἐν προτάσεσιν ἀντιθετικῶς συνδεομέναις, τόκα μὲν ἐν τήνοις..., τόκα δὲ πὰρ τήνοις Ἐπίχ. 124 Ahr., πρβλ. Θεόκρ. 1. 36.
French (Bailly abrégé)
τήνα, τῆν;
dor. c. ἐκεῖνος ou ὅδε.
Étymologie: DELG dérive de l’article *το- et formation parallèle à (ἐ)κεῖνος.
Greek Monolingual
τήνα, τῆνο, Α
(δωρ. τ.) κῆνος. εκείνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αντωνυμίας, αντίστοιχος προς το ἐκεῖνος, σχηματισμένος από το θ. το- του οριστικού άρθρου (πρβλ. ΙΕ tod, βλ. λ. ο, η, το) μέσω ενός τ. τη-ενος (για τη μορφή τη
βλ. τῆ) ή τε-ενος, με το επίθημα -ενος του ἐκεῖνος (βλ. λ. εκείνος)].