τράχυσμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(6_23)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τράχυσμα''': Ἰων. τρήχ-, τό, [[τραχύτης]], τραχύσματα ἐν τῷ χρωτὶ κεγχρώδεα, τοῖσιν ὑπὸ κωνώπων γινομένοις ἀναδήγμασιν ἴκελα Ἱππ. 1020C, Ἀθήν. 475Β.
|lstext='''τράχυσμα''': Ἰων. τρήχ-, τό, [[τραχύτης]], τραχύσματα ἐν τῷ χρωτὶ κεγχρώδεα, τοῖσιν ὑπὸ κωνώπων γινομένοις ἀναδήγμασιν ἴκελα Ἱππ. 1020C, Ἀθήν. 475Β.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και ιων. τ. [[τρήχυσμα]] Α [[τραχύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> τραχιά [[επιφάνεια]] οστού [[πάνω]] στην οποία προσφύονται μύες<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραχύτητα]] του δέρματος.
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχυσμα Medium diacritics: τράχυσμα Low diacritics: τράχυσμα Capitals: ΤΡΑΧΥΣΜΑ
Transliteration A: tráchysma Transliteration B: trachysma Transliteration C: trachysma Beta Code: tra/xusma

English (LSJ)

Ion. τρήχ-, ατος, τό,

   A a roughness, Hp.Epid.2.3.1, Ath.11.475b (both pl.); of roughnesses or perh. prickly pains in the skin, Archig. ap. Gal.8.91, cf. Gal.8.105.

German (Pape)

[Seite 1136] τό, Rauhigkeit, Härte, Ath. XI, 475 b.

Greek (Liddell-Scott)

τράχυσμα: Ἰων. τρήχ-, τό, τραχύτης, τραχύσματα ἐν τῷ χρωτὶ κεγχρώδεα, τοῖσιν ὑπὸ κωνώπων γινομένοις ἀναδήγμασιν ἴκελα Ἱππ. 1020C, Ἀθήν. 475Β.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και ιων. τ. τρήχυσμα Α τραχύνω
νεοελλ.
ανατ. τραχιά επιφάνεια οστού πάνω στην οποία προσφύονται μύες
αρχ.
τραχύτητα του δέρματος.