τράχυσμα

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχυσμα Medium diacritics: τράχυσμα Low diacritics: τράχυσμα Capitals: ΤΡΑΧΥΣΜΑ
Transliteration A: tráchysma Transliteration B: trachysma Transliteration C: trachysma Beta Code: tra/xusma

English (LSJ)

Ion. τρήχυσμα, ατος, τό, a roughness, Hp.Epid.2.3.1, Ath.11.475b (both pl.); of roughnesses or perhaps prickly pains in the skin, Archig. ap. Gal.8.91, cf. Gal.8.105.

German (Pape)

[Seite 1136] τό, Rauhigkeit, Härte, Ath. XI, 475 b.

Greek (Liddell-Scott)

τράχυσμα: Ἰων. τρήχ-, τό, τραχύτης, τραχύσματα ἐν τῷ χρωτὶ κεγχρώδεα, τοῖσιν ὑπὸ κωνώπων γινομένοις ἀναδήγμασιν ἴκελα Ἱππ. 1020C, Ἀθήν. 475Β.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και ιων. τ. τρήχυσμα Α τραχύνω
νεοελλ.
ανατ. τραχιά επιφάνεια οστού πάνω στην οποία προσφύονται μύες
αρχ.
τραχύτητα του δέρματος.