τριπόδης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />long, large, <i>etc.</i> de trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πούς]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />long, large, <i>etc.</i> de trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πούς]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πόδια<br /><b>2.</b> (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το [[πέος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φθάνει τους [[τρεις]] πόδες σε [[μήκος]] ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, [[ὕπερον]] δε τρίπηχυν», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>πόδης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπόδης Medium diacritics: τριπόδης Low diacritics: τριπόδης Capitals: ΤΡΙΠΟΔΗΣ
Transliteration A: tripódēs Transliteration B: tripodēs Transliteration C: tripodis Beta Code: tripo/dhs

English (LSJ)

ου, ὁ, ἡ,

   A three feet long, ὄλμον τριπόδην Hes.Op.423; βαθύτερον τριπόδου X.Oec.19.3.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπόδης: -ου, ὁ, (ποὺς) ὁ ἔχων μῆκος τριῶν ποδῶν, ὅλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δὲ τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· βαθύτερον τριπόδου Ξεν. Οἰκ. 19. 3.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
long, large, etc. de trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, πούς.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τρία πόδια
2. (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το πέος
αρχ.
αυτός που φθάνει τους τρεις πόδες σε μήκος ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δε τρίπηχυν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. τετρα-πόδης].