τρυλίζω: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_2) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῡλίζω''': [[θρυλίζω]], ἐπὶ τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 534. 31· ἐπὶ τῆς φωνῆς ὄρτυγος, ὄρτυγας τρυλίζειν [[Πολυδ]]. Ε΄, 89, ἐν Θεογνώστου Καν. 24, 21: «τρυλίζει, ὀδύρεται». Ὀνοματοπ., ὡς τὸ [[τρύζω]]). | |lstext='''τρῡλίζω''': [[θρυλίζω]], ἐπὶ τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 534. 31· ἐπὶ τῆς φωνῆς ὄρτυγος, ὄρτυγας τρυλίζειν [[Πολυδ]]. Ε΄, 89, ἐν Θεογνώστου Καν. 24, 21: «τρυλίζει, ὀδύρεται». Ὀνοματοπ., ὡς τὸ [[τρύζω]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br />(για τα ορτύκια) [[εκβάλλω]] γογγυστικό ήχο, [[τρύζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) (στο γ' εν.) <i>τρυλίζει</i><br />«ὀδύρεται»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[κοιλιά]] και τα έντερα) [[γουργουρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του ρ. [[τρύζω]], αναλογικά [[προς]] το [[θρυλίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
A gurgle, of the bowels, Hp.Int.6 (τρυλλίζει, v.l. τρύζει); of the cry of a quail, Poll.5.89.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡλίζω: θρυλίζω, ἐπὶ τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 534. 31· ἐπὶ τῆς φωνῆς ὄρτυγος, ὄρτυγας τρυλίζειν Πολυδ. Ε΄, 89, ἐν Θεογνώστου Καν. 24, 21: «τρυλίζει, ὀδύρεται». Ὀνοματοπ., ὡς τὸ τρύζω).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(για τα ορτύκια) εκβάλλω γογγυστικό ήχο, τρύζω
μσν.-αρχ.
(κατά τον Θεόγνωστ.) (στο γ' εν.) τρυλίζει
«ὀδύρεται»
αρχ.
1. (για την κοιλιά και τα έντερα) γουργουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ρ. τρύζω, αναλογικά προς το θρυλίζω.