τρυσίβιος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui rend sa vie pénible.<br />'''Étymologie:''' [[τρύω]], [[βίος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui rend sa vie pénible.<br />'''Étymologie:''' [[τρύω]], [[βίος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κάνει τη ζωή κουραστική και δύσκολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>τρυσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[τρύω]] «[[καταπονώ]], [[βασανίζω]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>πρβλ.</b> <i>σωσί</i>-<i>βιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
[σῐ], ον, (tru/w)
A = τετρυμένον βίον ἔχουσα, γαστήρ Ar. Nu.421.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡσίβιος: -ον, (τρύω) ὁ καταπονῶν, κατατρύχων τὸν βίον, φειδωλοῦ καὶ τρυσιβίου γαστρός, «κεκολασμένης καὶ καταπονούσης τὸν βίον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 421.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui rend sa vie pénible.
Étymologie: τρύω, βίος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που κάνει τη ζωή κουραστική και δύσκολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τρυσι- (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + -βιος (< βίος), πρβλ. σωσί-βιος].