τύπης: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(6_19) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τύπης''': -ου, ὁ, ὁ τύπτων, κτυπῶν, «[[τύπης]]· [[πλήκτης]]» Ἡσύχ., Θεογνώστ. Κανόν. 24. 30, Ζωναρ. 1754. | |lstext='''τύπης''': -ου, ὁ, ὁ τύπτων, κτυπῶν, «[[τύπης]]· [[πλήκτης]]» Ἡσύχ., Θεογνώστ. Κανόν. 24. 30, Ζωναρ. 1754. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον Θεόγνωστ.) αυτός που χτυπά κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i>. Ο τ. πιθ. [[πρέπει]] να διορθωθεί σε <i>τύπ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A striker, Hsch., Theognost. Can.24.
German (Pape)
[Seite 1162] ὁ, erkl. Hesych. πλήκτης.
Greek (Liddell-Scott)
τύπης: -ου, ὁ, ὁ τύπτων, κτυπῶν, «τύπης· πλήκτης» Ἡσύχ., Θεογνώστ. Κανόν. 24. 30, Ζωναρ. 1754.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) αυτός που χτυπά κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. -ης. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε τύπ-της (< τύπτω)].