ὑπερπνιγής: Difference between revisions
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(6_7) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερπνῐγής''': -ές, = [[ὑπέρασθμος]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[ἐκτραχηλίζω]] καὶ ἐν λ. ὑπερπνιγεῖς. | |lstext='''ὑπερπνῐγής''': -ές, = [[ὑπέρασθμος]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[ἐκτραχηλίζω]] καὶ ἐν λ. ὑπερπνιγεῖς. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />πολύ λαχανιασμένος, [[ὑπέρασθμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνιγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνίγω]]), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>πνιγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A = ὑπέρασθμος, Anon. ap. Suid., cf. eund. s.v. ἐκτραχηλίζω.
German (Pape)
[Seite 1201] ές, = ὑπέρασθμος, Suid. ἵππος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπνῐγής: -ές, = ὑπέρασθμος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἐκτραχηλίζω καὶ ἐν λ. ὑπερπνιγεῖς.
Greek Monolingual
-ές, Α
πολύ λαχανιασμένος, ὑπέρασθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -πνιγής (< πνίγω), πρβλ. περι-πνιγής].