ὑπόξυρος: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(6_18) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόξῠρος''': -ον, ὁ κεκομμένος πως ὡς διὰ ξυραφίου, πεπλατυσμένος, ἅμα δὲ καὶ τὰς γαστέρας ὑποξύρους ([[ἔνθα]] ἀποζύμους Kühn) Ἱππ. 105C, 1201D, ὡς γράφει ὁ Littré ἑπόμενος τῷ Γαληνῷ (ἴδε Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. [[ἔνθα]]: «ὑποξύρους, ταπεινοτέρας, προσεσταλμένας. Εὕρηται δὲ ἐπὶ γαστέρων ἐν τῷ μείζονι Προρρητικῷ»). (κοινῶς φέρεται [[ὑπόξηρος]]). | |lstext='''ὑπόξῠρος''': -ον, ὁ κεκομμένος πως ὡς διὰ ξυραφίου, πεπλατυσμένος, ἅμα δὲ καὶ τὰς γαστέρας ὑποξύρους ([[ἔνθα]] ἀποζύμους Kühn) Ἱππ. 105C, 1201D, ὡς γράφει ὁ Littré ἑπόμενος τῷ Γαληνῷ (ἴδε Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. [[ἔνθα]]: «ὑποξύρους, ταπεινοτέρας, προσεσταλμένας. Εὕρηται δὲ ἐπὶ γαστέρων ἐν τῷ μείζονι Προρρητικῷ»). (κοινῶς φέρεται [[ὑπόξηρος]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />ο [[χωρίς]] προεξοχές, πεπλατυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ξυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] / [[ξυρός]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>ξυρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A cut away as if by a razor, of an aquiline nose, Hp.Epid.6.8.26; γαστέρας, i. e. flattened, Id.Prorrh.2.23, as Littré (for ἀποζύμους of most codd.) after Gal.19.149, cf. Art.77 (v. ὑπόξηρος).
German (Pape)
[Seite 1228] = Folgdm, Galen. aus Hippocr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόξῠρος: -ον, ὁ κεκομμένος πως ὡς διὰ ξυραφίου, πεπλατυσμένος, ἅμα δὲ καὶ τὰς γαστέρας ὑποξύρους (ἔνθα ἀποζύμους Kühn) Ἱππ. 105C, 1201D, ὡς γράφει ὁ Littré ἑπόμενος τῷ Γαληνῷ (ἴδε Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. ἔνθα: «ὑποξύρους, ταπεινοτέρας, προσεσταλμένας. Εὕρηται δὲ ἐπὶ γαστέρων ἐν τῷ μείζονι Προρρητικῷ»). (κοινῶς φέρεται ὑπόξηρος).
Greek Monolingual
-ον, Α
ο χωρίς προεξοχές, πεπλατυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ξυρος (< ξυρόν / ξυρός), πρβλ. κατά-ξυρος].