ὑποπόλιος: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />grisonnant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πολιός]].
|btext=ος, ον :<br />grisonnant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πολιός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[κάπως]] γκρίζα μαλλιά, που άρχισε να ασπρίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[γκρίζος]], [[φαιός]]»].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπόλιος Medium diacritics: ὑποπόλιος Low diacritics: υποπόλιος Capitals: ΥΠΟΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: hypopólios Transliteration B: hypopolios Transliteration C: ypopolios Beta Code: u(popo/lios

English (LSJ)

ον,

   A somewhat grey, Anacr.25, Poll.2.12.

German (Pape)

[Seite 1229] etwas grau, bes. vom Haupthaare, Luc. Herc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπόλιος: -ον, ὀλίγον τι πολιός, Λουκ. Προλαλιὰ ἢ Ἡρακλ. 8, Πολυδ. Β΄, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
grisonnant.
Étymologie: ὑπό, πολιός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γκρίζα μαλλιά, που άρχισε να ασπρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πολιός «γκρίζος, φαιός»].