ὑπόπικρος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_18)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόπικρος''': -ον, ὀλίγον [[πικρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11. 4., 6. 4, 10, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ὑποπίκρως, πικρῶς πως, Εὐστάθ. ἐν Mi. pa. gr. τ. 136, σ. 489.
|lstext='''ὑπόπικρος''': -ον, ὀλίγον [[πικρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11. 4., 6. 4, 10, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ὑποπίκρως, πικρῶς πως, Εὐστάθ. ἐν Mi. pa. gr. τ. 136, σ. 489.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόπικρος]], -ον, ΝΑ [[πικρός]]<br />ο [[κάπως]] [[πικρός]], [[πικρούτσικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποπίκρως</i> Μ<br />[[κάπως]] [[πικρά]].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπικρος Medium diacritics: ὑπόπικρος Low diacritics: υπόπικρος Capitals: ΥΠΟΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: hypópikros Transliteration B: hypopikros Transliteration C: ypopikros Beta Code: u(po/pikros

English (LSJ)

ον,

   A somewhat bitter, Diocl.Fr.43, Thphr.HP3.11.4, 9.11.3, al., Gal.6.612.

German (Pape)

[Seite 1228] etwas bitter; Diphil. bei Ath. III, 91 b; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπικρος: -ον, ὀλίγον πικρός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11. 4., 6. 4, 10, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ὑποπίκρως, πικρῶς πως, Εὐστάθ. ἐν Mi. pa. gr. τ. 136, σ. 489.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόπικρος, -ον, ΝΑ πικρός
ο κάπως πικρός, πικρούτσικος.
επίρρ...
ὑποπίκρως Μ
κάπως πικρά.