ὑποφθορεύς: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(6_8)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποφθορεύς''': έως, ὁ, ὁ ὑπούλως διαφθείρων, [[ὕπουλος]] [[διαφθορεύς]], Γλωσσ.
|lstext='''ὑποφθορεύς''': έως, ὁ, ὁ ὑπούλως διαφθείρων, [[ὕπουλος]] [[διαφθορεύς]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που διαφθείρει ύπουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φθορεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] <span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δια</i>-[[φθορεύς]].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφθορεύς Medium diacritics: ὑποφθορεύς Low diacritics: υποφθορεύς Capitals: ΥΠΟΦΘΟΡΕΥΣ
Transliteration A: hypophthoreús Transliteration B: hypophthoreus Transliteration C: ypofthoreys Beta Code: u(pofqoreu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A corrupter, seducer, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφθορεύς: έως, ὁ, ὁ ὑπούλως διαφθείρων, ὕπουλος διαφθορεύς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που διαφθείρει ύπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φθορεύς (< φθορά < φθείρω), πρβλ. δια-φθορεύς.