ὑποφήτης: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(Autenrieth)
(44)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[φημί]]): declarer, [[interpreter]] of the [[divine]] [[will]], pl., Il. 16.235†.
|auten=([[φημί]]): declarer, [[interpreter]] of the [[divine]] [[will]], pl., Il. 16.235†.
}}
{{grml
|mltxt=-ου, ὁ, θηλ. [[ὑποφῆτις]], -ήτιδος, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, -άτιδος, Α<br /><b>1.</b> [[χρησμολόγος]] [[ιερέας]], [[ερμηνευτής]] της θείας βούλησης·2. <b>φρ.</b> «Μουσάων ὑποφῆται» — οι ποιητές <b>(θεόκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φήτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φημί]] «[[λέγω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>φήτης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφήτης Medium diacritics: ὑποφήτης Low diacritics: υποφήτης Capitals: ΥΠΟΦΗΤΗΣ
Transliteration A: hypophḗtēs Transliteration B: hypophētēs Transliteration C: ypofitis Beta Code: u(pofh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (φημί)

   A suggester, interpreter, expounder, esp. of the divine will or judgement, e.g. priest who declares an oracle, Il.16.235; Μουσάων ὑποφῆται, i.e. poets, Theoc.16.29, 17.115; ἑτέρων ὑ. Id.22.116; Γλαῦκος . . Νηρῆος ὑ. A.R.1.1311, cf. Porph. ap. Iamb.Myst.5.1, Orib.Syn.8.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφήτης: -ου, ὁ, (φημὶ) ὁ ἑρμηνευτὴς ἢ ἐξηγητὴς μάλιστα τοῦ θείου θελήματος, π. χ. ἱερεὺς ἀναγγέλλων τὸν θεῖον χρησμόν, Ἰλ. Π. 235· Μουσάων ὑποφῆται, δηλ. ποιηταί, Λατιν. vates, Θεόκρ. 16. 29· καὶ ἀπολ., ὁ αὐτ. 17. 115., 22. 116, πρβλ. προφήτης. Κατὰ Σουΐδ.: «ὑποφῆται, ἱερεῖς, προφῆται, χρησμολόγοι», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὑποφῆται· μάντεις, προφῆται, ἱερεῖς, διερμηνευταί, χρησμολόγοι», πρβλ. καὶ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
interprète de la parole ou de la volonté des dieux, prêtre, devin.
Étymologie: ὑπό, *φήτης, cf. προφήτης.

English (Autenrieth)

(φημί): declarer, interpreter of the divine will, pl., Il. 16.235†.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, θηλ. ὑποφῆτις, -ήτιδος, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, -άτιδος, Α
1. χρησμολόγος ιερέας, ερμηνευτής της θείας βούλησης·2. φρ. «Μουσάων ὑποφῆται» — οι ποιητές (θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -φήτης (< φημί «λέγω»), πρβλ. προ-φήτης].