ὑποτρίβω: Difference between revisions
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=frotter en dessous, user en dessous par le frottement ; <i>abs.</i> user le sabot <i>en parl. d’un cheval</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρίβω]]. | |btext=frotter en dessous, user en dessous par le frottement ; <i>abs.</i> user le sabot <i>en parl. d’un cheval</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρίβω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[τρίβω]]<br /><b>1.</b> [[τρίβω]] [[ελαφρά]]<br /><b>2.</b> [[τρίβω]] και [[ανακατεύω]] με [[άλλο]] υλικό<br /><b>3.</b> (το παθ.) <i>ὑποτρίβομαι</i><br />(για τις οπλές τών αλόγων) φθείρομαι από το [[τρίψιμο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A rub a little or gently, Hp.Genit.1. 2 rub down for mixing in a dish, σήσαμ' ὑ. εἰς ταύτην (sc. ἅλμην) Damox.2.38, cf. Cratin.27; v. ὑπότριμμα. II rub off beneath or gradually:— Pass., ὑποτρίβεσθαι τὰς ὁπλάς, of horses, wear their hoofs off, D.S. 17.94: so intr. in Act., ὑποτρίβουσι τοῖς ποσί Hippiatr.53: cf. foreg. III in Pass., to be aggravated or become chronic, of diseases, Aët.9.35.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, τρίβω ὀλίγον ἢ ἠρέμα, Ἱππ. 231. 46. 2) τρίβω τι πρὸς ἀνάμιξιν, καὶ σήσαμ’ ὑποτρίβοντες εἰς ταύτην (δηλ. τὴν ἅλμην) Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 38, πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Δηλιάσι» 7· καὶ ἴδε ὑπότριμμα. ΙΙ. τῶν ἵππων τὰς ὁπλὰς ὑποτετρῖφθαι συνέβαινε, συνέβαινε νὰ φθείρωνται ἐκ τῆς πολλῆς τριβῆς αἱ ὁπλαὶ τῶν ἵππων, Διόδ. 17. 94· πρβλ. τὸ προηγ.
French (Bailly abrégé)
frotter en dessous, user en dessous par le frottement ; abs. user le sabot en parl. d’un cheval.
Étymologie: ὑπό, τρίβω.
Greek Monolingual
ΜΑ τρίβω
1. τρίβω ελαφρά
2. τρίβω και ανακατεύω με άλλο υλικό
3. (το παθ.) ὑποτρίβομαι
(για τις οπλές τών αλόγων) φθείρομαι από το τρίψιμο.