ὑστερόχρονος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> postérieur.<br />'''Étymologie:''' [[ὕστερος]], [[χρόνος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> postérieur.<br />'''Étymologie:''' [[ὕστερος]], [[χρόνος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑστερόχρονος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που γίνεται [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]], [[μεταγενέστερος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υστερόχρονα</i> Ν<br />σε μεταγενέστερο χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕστερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>προτερό</i>-<i>χρονος</i>, [[πρωτόθρονος]].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστερόχρονος Medium diacritics: ὑστερόχρονος Low diacritics: υστερόχρονος Capitals: ΥΣΤΕΡΟΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: hysteróchronos Transliteration B: hysterochronos Transliteration C: ysterochronos Beta Code: u(stero/xronos

English (LSJ)

ον,

   A later in time, ὑ. οἱ νόμοι τοῦ λόγου Sch.Hermog.Stat.in Rh.7(1).208W.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστερόχρονος: -ον, ὁ ὕστερον κατὰ τὸν χρόνον, ὑστερόχρονοι οἱ νόμοι τοῦ λόγου Σχόλ. εἰς Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 7, σ. 208, Τζέτζ. Ἐξηγ. Ἰλ. σ. 99, 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de gramm. postérieur.
Étymologie: ὕστερος, χρόνος.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑστερόχρονος, -ον, ΝΜ
αυτός που γίνεται μετά από κάποιον άλλο, μεταγενέστερος.
επίρρ...
υστερόχρονα Ν
σε μεταγενέστερο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. προτερό-χρονος, πρωτόθρονος.