φαάντατος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(Autenrieth)
(44)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[sup]]. ([[root]] φαϝ): [[most]] [[brilliant]], Od. 13.93†.
|auten=[[sup]]. ([[root]] φαϝ): [[most]] [[brilliant]], Od. 13.93†.
}}
{{grml
|mltxt=-άτη, -ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (υπερθ. του [[φαεινός]]) φωτεινότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>φăᾱν</i>-<i>τατος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φαFeντα</i>-<i>τος</i>, με [[διέκταση]], <b>πρβλ.</b> [[φόως]]: <i>φῶς</i>) έχει σχηματιστεί - από ένα θ. <i>φαF</i>-<i>εν</i> παρλλ. του σιγμόληκτου <i>φαFεσ</i>- του [[φάος]] / <i>φῶς</i> (για τις μορφές αυτές του θ. <b>βλ. λ.</b> [[φαείνω]]) με την κατάλ. -<i>τατος</i> του υπερθετικού βαθμού].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1249] unregelm. superl. zu φαεινός, der glänzendste, hellste, ἀστήρ Od. 13, 93.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très brillant, le plus brillant.
Étymologie: Sp. d’un adj. inus. de φαίνω.

English (Autenrieth)

sup. (root φαϝ): most brilliant, Od. 13.93†.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
(επικ. τ.) (υπερθ. του φαεινός) φωτεινότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν-τατος (< φαFeντα-τος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς) έχει σχηματιστεί - από ένα θ. φαF-εν παρλλ. του σιγμόληκτου φαFεσ- του φάος / φῶς (για τις μορφές αυτές του θ. βλ. λ. φαείνω) με την κατάλ. -τατος του υπερθετικού βαθμού].