φαρμακοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_9)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρμακοθήκη''': ἡ, [[θήκη]] φαρμάκων, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil. Rom. τ. III, σ. 158.
|lstext='''φαρμακοθήκη''': ἡ, [[θήκη]] φαρμάκων, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil. Rom. τ. III, σ. 158.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιβώτιο]] ή ερμάριο κατάλληλο για τη [[φύλαξη]] φαρμάκων [[μέσα]] στο [[σπίτι]], [[φαρμακείο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θήκη]] για φάρμακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοθήκη Medium diacritics: φαρμακοθήκη Low diacritics: φαρμακοθήκη Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΘΗΚΗ
Transliteration A: pharmakothḗkē Transliteration B: pharmakothēkē Transliteration C: farmakothiki Beta Code: farmakoqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A medicine-chest, POsl. 54.6 (ii/iii A. D.), Cat.Cod.Astr.1.104.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμακοθήκη: ἡ, θήκη φαρμάκων, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil. Rom. τ. III, σ. 158.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
κιβώτιο ή ερμάριο κατάλληλο για τη φύλαξη φαρμάκων μέσα στο σπίτι, φαρμακείο
μσν.-αρχ.
θήκη για φάρμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + θήκη.