φιλογαθής: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>dor. c.</i> [[φιλογηθής]].
|btext=ής, ές :<br /><i>dor. c.</i> [[φιλογηθής]].
}}
{{grml
|mltxt=και σπάν. τ. [[φιλογηθής]], -ές, Α<br />αυτός που του αρέσει η [[ευθυμία]], η [[φαιδρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαθής</i> / -<i>γηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]] <span style="color: red;"><</span> [[γήθω]] «[[ευφραίνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πλουτο</i>-<i>γαθής</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλογᾱθής Medium diacritics: φιλογαθής Low diacritics: φιλογαθής Capitals: ΦΙΛΟΓΑΘΗΣ
Transliteration A: philogathḗs Transliteration B: philogathēs Transliteration C: filogathis Beta Code: filogaqh/s

English (LSJ)

ές, Dor. for φιλογηθής (q. v.).

German (Pape)

[Seite 1278] ές, dor. statt φιλογηθής, Aesch. Spt. 901.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλογᾱθής: -ές, Δωρικ. ἀντὶ φιλογηθής, γόος δαϊόφρων, οὐ φιλογαθὴς Αἰσχύλ. Θήβ. 918.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dor. c. φιλογηθής.

Greek Monolingual

και σπάν. τ. φιλογηθής, -ές, Α
αυτός που του αρέσει η ευθυμία, η φαιδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γαθής / -γηθής (< γῆθος < γήθω «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτο-γαθής].