φιλοχρήμων: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(6_16) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοχρήμων''': -ον, = [[φιλοχρήματος]], ψυχὴν φιλοχρήμονα, δουλοπρεπῆ Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 350. 18, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ψυχή]]. | |lstext='''φῐλοχρήμων''': -ον, = [[φιλοχρήματος]], ψυχὴν φιλοχρήμονα, δουλοπρεπῆ Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 350. 18, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ψυχή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[φιλοχρήματος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>χρήμων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A = φιλοχρήματος, Dam.Isid.238, Lyd.Mag.3.53.
German (Pape)
[Seite 1288] ονος, = φιλοχρήματος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοχρήμων: -ον, = φιλοχρήματος, ψυχὴν φιλοχρήμονα, δουλοπρεπῆ Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 350. 18, Σουΐδ. ἐν λέξ. ψυχή.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
φιλοχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χρήμων (< χρῆμα), πρβλ. πολυ-χρήμων].