φλεβονώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6_20)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλεβονώδης''': πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ [[φλεβοδονώδης]].
|lstext='''φλεβονώδης''': πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ [[φλεβοδονώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α<br />(εσφ. γρφ.) [[φλεδονώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. γρφ. [[αντί]] [[φλεδονώδης]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεβονώδης Medium diacritics: φλεβονώδης Low diacritics: φλεβονώδης Capitals: ΦΛΕΒΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: phlebonṓdēs Transliteration B: phlebonōdēs Transliteration C: flevonodis Beta Code: flebonw/dhs

English (LSJ)

   A f.l. for φλεδονώδης (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

φλεβονώδης: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ φλεβοδονώδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α
(εσφ. γρφ.) φλεδονώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί φλεδονώδης.