Φόρκος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527
(SL_2)
(45)
Line 4: Line 4:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[Φόρκος]] [[father]] of the Gorgons and Graiai. [[ἤτοι]] τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν [[γένος]] (sc. [[Περσεύς]]) (P. 12.13) ]Φόρκοιο, σύγγονον πατέρων (cf. v. 5, πατέρα Γοργόνων) Δ. 1. 17.
|sltr=[[Φόρκος]] [[father]] of the Gorgons and Graiai. [[ἤτοι]] τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν [[γένος]] (sc. [[Περσεύς]]) (P. 12.13) ]Φόρκοιο, σύγγονον πατέρων (cf. v. 5, πατέρα Γοργόνων) Δ. 1. 17.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>μυθ.</b><br /><b>1.</b> ο [[Φόρκυς]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] όπου πήγαιναν οι νεκροί, κατοικούσαν οι Ερινύες και η [[Περσεφόνη]] και φυλακίζονταν αιώνια οι ασεβείς, το Έρεβος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[φορκός]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

Φόρκος: ὁ, = Φόρκυς, Πινδ. Π. 12. 24, Σοφ. Ἀποσπ. 407. ΙΙ. = Ἔρεβος, Λατ. Orcus, Φανοκλ. 1. 20, καὶ αὐτόθι Bach.· ἴδε Müller Orchom. σ. 155, Welcker Αἰσχύλ. Τριλογ. σ. 383, πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ.

English (Slater)

Φόρκος father of the Gorgons and Graiai. ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος (sc. Περσεύς) (P. 12.13) ]Φόρκοιο, σύγγονον πατέρων (cf. v. 5, πατέρα Γοργόνων) Δ. 1. 17.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
μυθ.
1. ο Φόρκυς
2. ο τόπος όπου πήγαιναν οι νεκροί, κατοικούσαν οι Ερινύες και η Περσεφόνη και φυλακίζονταν αιώνια οι ασεβείς, το Έρεβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φορκός.