φρυνολόγος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
(6_18)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρῡνολόγος''': -ον, ὁ συλλέγων ἢ συλλαμβάνων φρύνους, ἢ φρυνολόχος, ον· ([[λοχάω]])· ὁ ἐνεδρεύων τοὺς φρύνους. [[ὄνομα]] ἁρπακτικοῦ ὀρνέου, πιθ. εἴδους ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36. 1.
|lstext='''φρῡνολόγος''': -ον, ὁ συλλέγων ἢ συλλαμβάνων φρύνους, ἢ φρυνολόχος, ον· ([[λοχάω]])· ὁ ἐνεδρεύων τοὺς φρύνους. [[ὄνομα]] ἁρπακτικοῦ ὀρνέου, πιθ. εἴδους ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[πτηνό]]) αυτός που μαζεύει βατράχους, φρυνολοχος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύνη]] / [[φρῦνος]] «[[βάτραχος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῡνολόγος Medium diacritics: φρυνολόγος Low diacritics: φρυνολόγος Capitals: ΦΡΥΝΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: phrynológos Transliteration B: phrynologos Transliteration C: frynologos Beta Code: frunolo/gos

English (LSJ)

ὁ,

   A toad-catcher, or φρυνολόχος, ὁ, (λοχάω) lying in wait for toads, a species of hawk, perh. marsh-harrier, Id.HA620a21.

Greek (Liddell-Scott)

φρῡνολόγος: -ον, ὁ συλλέγων ἢ συλλαμβάνων φρύνους, ἢ φρυνολόχος, ον· (λοχάω)· ὁ ἐνεδρεύων τοὺς φρύνους. ὄνομα ἁρπακτικοῦ ὀρνέου, πιθ. εἴδους ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πτηνό) αυτός που μαζεύει βατράχους, φρυνολοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύνη / φρῦνος «βάτραχος» + -λόγος].