φρικοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
(6_17) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρῑκοποιός''': -όν, ὁ ἐμποιῶν φρίκην, [[φρικίασις]], Δίφιλος Σίφν. παρ’ Ἀθην. 74C. | |lstext='''φρῑκοποιός''': -όν, ὁ ἐμποιῶν φρίκην, [[φρικίασις]], Δίφιλος Σίφν. παρ’ Ἀθην. 74C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που προκαλεί [[ρίγος]], [[ανατριχίλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρίξ]], <i>φρικός</i> «[[ανατρίχιασμα]], [[ρίγος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A causing a shuddering, Diph.Siph. ap. Ath.3.74c.
German (Pape)
[Seite 1306] Schauder machend, erregend, Ath. III, 74 c.
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκοποιός: -όν, ὁ ἐμποιῶν φρίκην, φρικίασις, Δίφιλος Σίφν. παρ’ Ἀθην. 74C.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος» + -ποιός].