φυλαρχία: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />charge de [[φύλαρχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />charge de [[φύλαρχος]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[φύλαρχος]]<br /><b>1.</b> (στην Αθήνα) το [[αξίωμα]] του φυλάρχου, του διοικητή του ιππικού [[κάθε]] φυλής<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πομπή]] τις».
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡλαρχία Medium diacritics: φυλαρχία Low diacritics: φυλαρχία Capitals: ΦΥΛΑΡΧΙΑ
Transliteration A: phylarchía Transliteration B: phylarchia Transliteration C: fylarchia Beta Code: fularxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office of φύλαρχος, Arist.Pol.1322b5 (pl.), Com.Adesp.25.4 D. (pl.).

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, das Amt des φυλάρχης, Arist. pol. 6, 8.

Greek (Liddell-Scott)

φῡλαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ φυλάρχου, Ἀριστοτ. Πολιτικ. 6. 8, 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge de φύλαρχος.

Greek Monolingual

ἡ, Α φύλαρχος
1. (στην Αθήνα) το αξίωμα του φυλάρχου, του διοικητή του ιππικού κάθε φυλής
2. (κατά τον Ησύχ.) «πομπή τις».