φύος: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6_21)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φύος''': τό, «[[φύτευμα]], γέννημα» Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] φέρεται φυός), πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 290.
|lstext='''φύος''': τό, «[[φύτευμα]], γέννημα» Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] φέρεται φυός), πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 290.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φύτευμα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φῠ</i>- του ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] (για τη [[μορφή]] του θ. <b>βλ. λ.</b> <i>φύω</i>). Η ύπαρξη του σιγμόληκτου [[αυτού]] ουδ. θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τα σύνθ. σε -<i>φυής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>). Ο τ. [[φύος]], [[ωστόσο]], απαντά μόνο στον <b>Ησύχ.</b>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύος Medium diacritics: φύος Low diacritics: φύος Capitals: ΦΥΟΣ
Transliteration A: phýos Transliteration B: phyos Transliteration C: fyos Beta Code: fu/os

English (LSJ)

τό,

   A = φύτευμα, Hsch. (φυός cod.).

Greek (Liddell-Scott)

φύος: τό, «φύτευμα, γέννημα» Ἡσύχ. (ἔνθα φέρεται φυός), πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 290.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φύτευμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ- του ρ. φύω / φύομαι (για τη μορφή του θ. βλ. λ. φύω). Η ύπαρξη του σιγμόληκτου αυτού ουδ. θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τα σύνθ. σε -φυής (πρβλ. μεγαλο-φυής). Ο τ. φύος, ωστόσο, απαντά μόνο στον Ησύχ.].