φυτών: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(6_22)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠτών''': -ῶνος, ὁ, [[τόπος]] πεφυτευμένος, [[μάλιστα]] δι’ [[ἀμπέλων]], [[ἀμπελών]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 146.
|lstext='''φῠτών''': -ῶνος, ὁ, [[τόπος]] πεφυτευμένος, [[μάλιστα]] δι’ [[ἀμπέλων]], [[ἀμπελών]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 146.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />[[τόπος]] [[γεμάτος]] φυτά, [[κυρίως]] αμπέλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυτ</i>-<i>όν</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξεν</i>-<i>ών</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτών Medium diacritics: φυτών Low diacritics: φυτών Capitals: ΦΥΤΩΝ
Transliteration A: phytṓn Transliteration B: phytōn Transliteration C: fyton Beta Code: futw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A place planted, esp. vineyard, Hdn.Epim.146.

German (Pape)

[Seite 1320] ῶνος, ὁ, ein mit Gewächsen, Bäumen oder Weinstöcken bepflanzter Ort, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτών: -ῶνος, ὁ, τόπος πεφυτευμένος, μάλιστα δι’ ἀμπέλων, ἀμπελών, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 146.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
τόπος γεμάτος φυτά, κυρίως αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτ-όν + επίθημα -ών (πρβλ. ξεν-ών)].