χερμάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(6_1)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χερμάζω''': [[ἐκρίπτω]] τὰς χερμάδας ἔξω τοῦ ἀγροῦ, [[καθαρίζω]] αὐτὸν πρὸς καλλιέργειαν, ἢ καλλιεργῶ, «ἐχερμάζομεν· τὴν γῆν εἰργαζόμεθα» Ἡσύχ.
|lstext='''χερμάζω''': [[ἐκρίπτω]] τὰς χερμάδας ἔξω τοῦ ἀγροῦ, [[καθαρίζω]] αὐτὸν πρὸς καλλιέργειαν, ἢ καλλιεργῶ, «ἐχερμάζομεν· τὴν γῆν εἰργαζόμεθα» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[χερμάς]], -[[άδος]]]<br />[[καθαρίζω]] αγρό από τις πέτρες.
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερμάζω Medium diacritics: χερμάζω Low diacritics: χερμάζω Capitals: ΧΕΡΜΑΖΩ
Transliteration A: chermázō Transliteration B: chermazō Transliteration C: chermazo Beta Code: xerma/zw

English (LSJ)

   A clear a field of stones, Hsch. s.v. ἐχερμάζομεν.

German (Pape)

[Seite 1350] Kiesel od. Feldsteine werfen. – Bei Hesych. aber erkl. τὴν γῆν ἐργάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

χερμάζω: ἐκρίπτω τὰς χερμάδας ἔξω τοῦ ἀγροῦ, καθαρίζω αὐτὸν πρὸς καλλιέργειαν, ἢ καλλιεργῶ, «ἐχερμάζομεν· τὴν γῆν εἰργαζόμεθα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α χερμάς, -άδος]
καθαρίζω αγρό από τις πέτρες.