χεράριος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χεράριος''': ὁ, δημόσιός τις ἄρχων ἐν Τροίᾳ, [[ἴσως]] (ἐκ τοῦ χεὶρ) [[χειρονόμος]], Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκ.) 3620, -21. | |lstext='''χεράριος''': ὁ, δημόσιός τις ἄρχων ἐν Τροίᾳ, [[ἴσως]] (ἐκ τοῦ χεὶρ) [[χειρονόμος]], Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκ.) 3620, -21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[αξιωματούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί ([[αντί]] ενός τ. <i>χειράριος</i>) από το θ. <i>χερ</i>- της λ. [[χείρ]] (<b>βλ. λ.</b> [[χειρ]]) με την κατάλ. -[[άριος]] (<span style="color: red;"><</span> λατ. κατάλ. -<i>arius</i>) η οποία απαντά και σε άλλες λ. που δηλώνουν [[αξίωμα]], [[επάγγελμα]] (<b>πρβλ.</b> <i>πλακουντ</i>-[[άριος]]) και αντιστοιχεί με το λατ. <i>amanuensis</i> «[[υπογραφέας]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ab</i> <span style="color: red;">+</span> <i>manus</i> «[[χέρι]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a public officer at Ilium, perh. (from χείρ)
A = χειρονόμος (q.v.), CIG3620, 3621.
Greek (Liddell-Scott)
χεράριος: ὁ, δημόσιός τις ἄρχων ἐν Τροίᾳ, ἴσως (ἐκ τοῦ χεὶρ) χειρονόμος, Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκ.) 3620, -21.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αξιωματούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί (αντί ενός τ. χειράριος) από το θ. χερ- της λ. χείρ (βλ. λ. χειρ) με την κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius) η οποία απαντά και σε άλλες λ. που δηλώνουν αξίωμα, επάγγελμα (πρβλ. πλακουντ-άριος) και αντιστοιχεί με το λατ. amanuensis «υπογραφέας» (< ab + manus «χέρι»)].