χειροστρόφιον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροστρόφιον''': τό, [[ὄργανον]] [[βασανιστήριον]], πρὸς διαστροφὴν ἢ στρέβλωσιν τῶν χειρῶν ἢ βραχιόνων, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 150· μνημονευόμενον καὶ ἐκ τοῦ Συνεσ. 201C (ἔνθ’ ἀναγινώσκεται [[χειλοστρόφιον]]). | |lstext='''χειροστρόφιον''': τό, [[ὄργανον]] [[βασανιστήριον]], πρὸς διαστροφὴν ἢ στρέβλωσιν τῶν χειρῶν ἢ βραχιόνων, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 150· μνημονευόμενον καὶ ἐκ τοῦ Συνεσ. 201C (ἔνθ’ ἀναγινώσκεται [[χειλοστρόφιον]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />όργανο βασανισμού που έστριβε τα χέρια ή τους αγκώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στρόφιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κλινο</i>-[[στρόφιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A instrument of torture for twisting the hands or arms, Hdn.Epim. 150.
German (Pape)
[Seite 1346] Marterwerkzeug, die Hände oder Arme zu verdrehen, Hdn. epimer. 150.
Greek (Liddell-Scott)
χειροστρόφιον: τό, ὄργανον βασανιστήριον, πρὸς διαστροφὴν ἢ στρέβλωσιν τῶν χειρῶν ἢ βραχιόνων, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 150· μνημονευόμενον καὶ ἐκ τοῦ Συνεσ. 201C (ἔνθ’ ἀναγινώσκεται χειλοστρόφιον).
Greek Monolingual
τὸ, Α
όργανο βασανισμού που έστριβε τα χέρια ή τους αγκώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + στρόφιον (< στρόφος), πρβλ. κλινο-στρόφιον.