συναρπαστικός: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />(για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, [[μαγευτικός]], [[γοητευτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συναρπαστικά</i> Ν<br />με συναρπαστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναρπάζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην [[εφημερίδα]] <i>Εστία</i>]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />(για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, [[μαγευτικός]], [[γοητευτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συναρπαστικά</i> Ν<br />με συναρπαστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναρπάζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην [[εφημερίδα]] <i>Εστία</i>]. | |mltxt=-ή, -ό, Ν<br />(για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, [[μαγευτικός]], [[γοητευτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συναρπαστικά</i> Ν<br />με συναρπαστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναρπάζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην [[εφημερίδα]] <i>Εστία</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:17, 6 December 2018
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
(για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, μαγευτικός, γοητευτικός.
επίρρ...
συναρπαστικά Ν
με συναρπαστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρπάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
(για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, μαγευτικός, γοητευτικός.
επίρρ...
συναρπαστικά Ν
με συναρπαστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρπάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].