Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύνδειπνος: Difference between revisions

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />convive, commensal.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δεῖπνον]].
|btext=ος, ον :<br />convive, commensal.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δεῖπνον]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύνδειπνος]], -ον, ΝΜΑ, και [[σύδειπνος]], -η, -ο, Ν<br />αυτός που παρακάθεται σε [[δείπνο]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους, [[συνδαιτυμόνας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Σύνδειπνοι</i><br />[[τίτλος]] σατυρικού δράματος του Σοφοκλέους<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι σύνδειπνοι</i><br />[[μέλη]] [[λέσχης]] που δειπνούσαν όλοι [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[δείπνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀπό</i>-<i>δειπνος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύνδειπνος]], -ον, ΝΜΑ, και [[σύδειπνος]], -η, -ο, Ν<br />αυτός που παρακάθεται σε [[δείπνο]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους, [[συνδαιτυμόνας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Σύνδειπνοι</i><br />[[τίτλος]] σατυρικού δράματος του Σοφοκλέους<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι σύνδειπνοι</i><br />[[μέλη]] [[λέσχης]] που δειπνούσαν όλοι [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[δείπνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀπό</i>-<i>δειπνος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[σύνδειπνος]], -ον, ΝΜΑ, και [[σύδειπνος]], -η, -ο, Ν<br />αυτός που παρακάθεται σε [[δείπνο]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους, [[συνδαιτυμόνας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Σύνδειπνοι</i><br />[[τίτλος]] σατυρικού δράματος του Σοφοκλέους<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι σύνδειπνοι</i><br />[[μέλη]] [[λέσχης]] που δειπνούσαν όλοι [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[δείπνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀπό</i>-<i>δειπνος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:43, 7 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδειπνος Medium diacritics: σύνδειπνος Low diacritics: σύνδειπνος Capitals: ΣΥΝΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: sýndeipnos Transliteration B: syndeipnos Transliteration C: syndeipnos Beta Code: su/ndeipnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A companion at table, E.Ion 1172, X.Cyr.3.2.25, 8.2.3, LXX Si.9.16; σ. τινὰ ποιεῖσθαι X.An.2.5.27, Cyr.2.2.28; σ. τῇ γαστρί, οὐ τῇ ψυχῇ Plu.2.660b; Σύνδειπνοι, title of a satyric drama by S., Cic.QF2.16.3, etc.; members of a dining-club, opp. ξένοι, PTeb.118.4,10 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1006] mit Einem essend, Tischgenosse; Eur. Ion 1172; Xen. Cyr. 3, 2, 25, öfter; Sp., wie Luc.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδειπνος: ὁ, ἡ, ὁ συνδειπνῶν, συνδαιτυμών, Λατ. conviva, Εὐρ. Ἴων. 1172, Ξενοφ Κύρ. 3. 2, 25., 8. 2, 3· ξ. τινα ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 5, 27· ξ. τινα ἄγομαι, λαμβάνω τινὰ μετ’ ἐμαυτοῦ εἰς δεῖπνον ὅπως συμφάγῃ εἰ καὶ αὐτὸς δὲν ἐκλήθη, Λατ. umbra (σκιά), ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 2. 2, 28· σ. τῇ γαστρί, οὐ τῇ ψυχῇ Πλούτ. 2. 660Β. ― Σατυρικόν τι δρᾶμα τοῦ Σοφ. ἐκαλεῖτο Σύνδειπνοι, Ἀποσπ. 146 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
convive, commensal.
Étymologie: σύν, δεῖπνον.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύνδειπνος, -ον, ΝΜΑ, και σύδειπνος, -η, -ο, Ν
αυτός που παρακάθεται σε δείπνο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Σύνδειπνοι
τίτλος σατυρικού δράματος του Σοφοκλέους
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύνδειπνοι
μέλη λέσχης που δειπνούσαν όλοι μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δείπνος (< δεῖπνον), πρβλ. ἀπό-δειπνος].

Greek Monolingual

-η, -ο / σύνδειπνος, -ον, ΝΜΑ, και σύδειπνος, -η, -ο, Ν
αυτός που παρακάθεται σε δείπνο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Σύνδειπνοι
τίτλος σατυρικού δράματος του Σοφοκλέους
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύνδειπνοι
μέλη λέσχης που δειπνούσαν όλοι μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δείπνος (< δεῖπνον), πρβλ. ἀπό-δειπνος].