Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άρμενα: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(6)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τα (AM [[ἄρμενα]])<br /><b>ναυτ.</b> τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το [[ταξίδι]] ιστιοφόρου (παροιμ., «[[χωρίς]] [[άρμενα]] και [[κουπιά]], άι-Νικόλα βόηθα» — <b>[[πρβλ]].</b> «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα πανιά του ιστιοφόρου<br /><b>2.</b> τα ιστιοφόρα («όλα τ' άρμεν' αρμενίζουν με [[κουπιά]] και με πανιά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χειρουργικά εργαλεία<br /><b>2.</b> εργαλεία, σύνεργα οποιουδήποτε είδους<br /><b>3.</b> [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. ουδ. της μτχ. [[άρμενος]], του [[αραρίσκω]] (<span style="color: red;"><</span> ρ. <i>αρ</i>-), με [[χρήση]] ουσιαστικού. Η [[άποψη]] ότι οι τ. <i>άρμενον</i>, -<i>α</i> ανάγονται σε πάγιες φράσεις της ομηρικής ποιήσεως δεν [[είναι]] αποδεκτή].
|mltxt=τα (AM [[ἄρμενα]])<br /><b>ναυτ.</b> τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το [[ταξίδι]] ιστιοφόρου (παροιμ., «[[χωρίς]] [[άρμενα]] και [[κουπιά]], άι-Νικόλα βόηθα» — <b>πρβλ.</b> «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα πανιά του ιστιοφόρου<br /><b>2.</b> τα ιστιοφόρα («όλα τ' άρμεν' αρμενίζουν με [[κουπιά]] και με πανιά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χειρουργικά εργαλεία<br /><b>2.</b> εργαλεία, σύνεργα οποιουδήποτε είδους<br /><b>3.</b> [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. ουδ. της μτχ. [[άρμενος]], του [[αραρίσκω]] (<span style="color: red;"><</span> ρ. <i>αρ</i>-), με [[χρήση]] ουσιαστικού. Η [[άποψη]] ότι οι τ. <i>άρμενον</i>, -<i>α</i> ανάγονται σε πάγιες φράσεις της ομηρικής ποιήσεως δεν [[είναι]] αποδεκτή].
}}
}}

Revision as of 20:40, 22 December 2018

Greek Monolingual

τα (AM ἄρμενα)
ναυτ. τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι ιστιοφόρου (παροιμ., «χωρίς άρμενα και κουπιά, άι-Νικόλα βόηθα» — πρβλ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει»)
μσν.- νεοελλ.
1. τα πανιά του ιστιοφόρου
2. τα ιστιοφόρα («όλα τ' άρμεν' αρμενίζουν με κουπιά και με πανιά»)
αρχ.
1. χειρουργικά εργαλεία
2. εργαλεία, σύνεργα οποιουδήποτε είδους
3. τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. ουδ. της μτχ. άρμενος, του αραρίσκω (< ρ. αρ-), με χρήση ουσιαστικού. Η άποψη ότι οι τ. άρμενον, -α ανάγονται σε πάγιες φράσεις της ομηρικής ποιήσεως δεν είναι αποδεκτή].