άνυδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(5)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄνυδρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για τόπους) ο [[ξερός]], ο [[στεγνός]], αυτός που δεν έχει [[καθόλου]] [[νερό]] ή έχει πολύ λίγο<br />(«[[Ἄργος]] ἄνυδρον», Στράβων<br />«ἄνυδρο [[χωράφι]]»)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[ξερικός]], αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ.<br />«ἀνύδρους σικύους», Γεωπον.<br />«ἄνυδρες ντομάτες»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για εποχές) [[εκείνη]] που δεν έχει βροχές («τὸ ἔαρ καὶ τὸ [[θέρος]] [[πάνυ]] ἄνυδρον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (για νεκρό) [[εκείνος]] που δεν τον έλουσαν («[[ἄθαπτος]], [[ἄνυδρος]]», Ευριπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ένυδρος]], [[έφυδρος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄνυδρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για τόπους) ο [[ξερός]], ο [[στεγνός]], αυτός που δεν έχει [[καθόλου]] [[νερό]] ή έχει πολύ λίγο<br />(«[[Ἄργος]] ἄνυδρον», Στράβων<br />«ἄνυδρο [[χωράφι]]»)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[ξερικός]], αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ.<br />«ἀνύδρους σικύους», Γεωπον.<br />«ἄνυδρες ντομάτες»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για εποχές) [[εκείνη]] που δεν έχει βροχές («τὸ ἔαρ καὶ τὸ [[θέρος]] [[πάνυ]] ἄνυδρον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (για νεκρό) [[εκείνος]] που δεν τον έλουσαν («[[ἄθαπτος]], [[ἄνυδρος]]», Ευριπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i> (<b>πρβλ.</b> [[ένυδρος]], [[έφυδρος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 20:40, 22 December 2018

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄνυδρος, -ον)
1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο
Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων
«ἄνυδρο χωράφι»)
2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ.
«ἀνύδρους σικύους», Γεωπον.
«ἄνυδρες ντομάτες»
αρχ.
1. (για εποχές) εκείνη που δεν έχει βροχές («τὸ ἔαρ καὶ τὸ θέρος πάνυ ἄνυδρον», Ιπποκρ.)
2. (για νεκρό) εκείνος που δεν τον έλουσαν («ἄθαπτος, ἄνυδρος», Ευριπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + -υδρος < ύδωρ (πρβλ. ένυδρος, έφυδρος κ.ά.)].