έχει: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ ἔχει)<br /><b>1.</b> [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> [[πλούτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άκλιτος [[τύπος]] που προήλθε από το απρμφ. ενεστ. <i>έχειν</i> του ρ. <i>έχω</i> (I) (με σίγηση του ληκτικού -<i>ν</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> το [[φιλί]], ορθότ. το <i>φιλεί</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλεῖν</i>].
|mltxt=το (Μ ἔχει)<br /><b>1.</b> [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> [[πλούτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άκλιτος [[τύπος]] που προήλθε από το απρμφ. ενεστ. <i>έχειν</i> του ρ. <i>έχω</i> (I) (με σίγηση του ληκτικού -<i>ν</i>)<br />πρβλ. το [[φιλί]], ορθότ. το <i>φιλεί</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλεῖν</i>].
}}
}}

Revision as of 08:49, 23 December 2018

Greek Monolingual

το (Μ ἔχει)
1. περιουσία
2. πλούτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άκλιτος τύπος που προήλθε από το απρμφ. ενεστ. έχειν του ρ. έχω (I) (με σίγηση του ληκτικού -ν)
πρβλ. το φιλί, ορθότ. το φιλεί < φιλεῖν].