αλυχτομανιό: Difference between revisions

From LSJ
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />το [[αλυχτομανητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλυχτομανώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιό</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναικομανιό</i>) που δηλώνει [[πλησμονή]], [[πληθώρα]]].
|mltxt=το<br />το [[αλυχτομανητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλυχτομανώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιό</i> (πρβλ. <i>γυναικομανιό</i>) που δηλώνει [[πλησμονή]], [[πληθώρα]]].
}}
}}

Revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

το
το αλυχτομανητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλυχτομανώ + κατάλ. -ιό (πρβλ. γυναικομανιό) που δηλώνει πλησμονή, πληθώρα].