ασπρίλα: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[ασπράδα]], η [[λευκότητα]]<br /><b>2.</b> το [[ξάσπρισμα]], η [[αλλοίωση]] του χρωματισμού<br /><b>3.</b> η [[χλωμάδα]], η [[ωχρότητα]] («η [[ασπρίλα]] του νερού»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άσπρος]] <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ίλα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανατριχίλα]], [[κοκκινίλα]], [[μαυρίλα]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[ασπράδα]], η [[λευκότητα]]<br /><b>2.</b> το [[ξάσπρισμα]], η [[αλλοίωση]] του χρωματισμού<br /><b>3.</b> η [[χλωμάδα]], η [[ωχρότητα]] («η [[ασπρίλα]] του νερού»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άσπρος]] <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ίλα</i> (πρβλ. [[ανατριχίλα]], [[κοκκινίλα]], [[μαυρίλα]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

η
1. η ασπράδα, η λευκότητα
2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού
3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) -ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)].