ατρέμας: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτρέμας]] και [[ἀτρέμα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] να τρέμει [[κανείς]], [[χωρίς]] [[κίνηση]], [[σταθερά]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[σπουδή]], ήρεμα, [[αργά]]<br /><b>3.</b> απαλά, ευγενικά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀτρέμα]](ς) ἔχω» — [[είμαι]] [[ήρεμος]], [[ησυχάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τρέμω]]. Η λ. ανήκει στους αρχαϊκούς τ. επιρρημάτων (<b>[[πρβλ]].</b> [[σάφα]], [[τάχα]] <b>κ.ά.</b>) με κατάλ. -<i>α</i> <span style="color: red;"><</span> ινδοευρ. -<i>n</i> τα οποία προέρχονται από ουδέτερα με επιρρ. [[λειτουργία]]. Το τελικό -<i>ς</i> του τ. [[ατρέμας]] οφείλεται σε ευφωνικούς λόγους, όταν δηλ. η επόμενη λ. αρχίζει από [[φωνήεν]]].
|mltxt=[[ἀτρέμας]] και [[ἀτρέμα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] να τρέμει [[κανείς]], [[χωρίς]] [[κίνηση]], [[σταθερά]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[σπουδή]], ήρεμα, [[αργά]]<br /><b>3.</b> απαλά, ευγενικά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀτρέμα]](ς) ἔχω» — [[είμαι]] [[ήρεμος]], [[ησυχάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τρέμω]]. Η λ. ανήκει στους αρχαϊκούς τ. επιρρημάτων (πρβλ. [[σάφα]], [[τάχα]] <b>κ.ά.</b>) με κατάλ. -<i>α</i> <span style="color: red;"><</span> ινδοευρ. -<i>n</i> τα οποία προέρχονται από ουδέτερα με επιρρ. [[λειτουργία]]. Το τελικό -<i>ς</i> του τ. [[ατρέμας]] οφείλεται σε ευφωνικούς λόγους, όταν δηλ. η επόμενη λ. αρχίζει από [[φωνήεν]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀτρέμας και ἀτρέμα (Α)
επίρρ.
1. χωρίς να τρέμει κανείς, χωρίς κίνηση, σταθερά
2. χωρίς σπουδή, ήρεμα, αργά
3. απαλά, ευγενικά
4. φρ. «ἀτρέμα(ς) ἔχω» — είμαι ήρεμος, ησυχάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρέμω. Η λ. ανήκει στους αρχαϊκούς τ. επιρρημάτων (πρβλ. σάφα, τάχα κ.ά.) με κατάλ. -α < ινδοευρ. -n τα οποία προέρχονται από ουδέτερα με επιρρ. λειτουργία. Το τελικό -ς του τ. ατρέμας οφείλεται σε ευφωνικούς λόγους, όταν δηλ. η επόμενη λ. αρχίζει από φωνήεν].