ἀγχίπτολις: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(big3_1)
(2)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀγχίπολις]].
|dgtxt=v. [[ἀγχίπολις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχίπτολις:''' -εως, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί [[ἀγχίπολις]], αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, αυτός που κατοικεί [[πολύ]] κοντά, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 17:12, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
qui se tient près de la cité, qui protège la cité.
Étymologie: ἄγχι, πτόλις.

Spanish (DGE)

v. ἀγχίπολις.

Greek Monotonic

ἀγχίπτολις: -εως, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί ἀγχίπολις, αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, αυτός που κατοικεί πολύ κοντά, σε Αισχύλ., Σοφ.