ἀγλαώψ: Difference between revisions

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
(big3_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῶπος [[de espléndido aspecto]] πεύκη S.<i>OT</i> 214.
|dgtxt=-ῶπος [[de espléndido aspecto]] πεύκη S.<i>OT</i> 214.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγλαώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει φωτεινά μάτια, λαμπρούς οφθαλμούς, [[ακτινοβόλος]], [[αστραφτερός]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 17:15, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγλαώψ Medium diacritics: ἀγλαώψ Low diacritics: αγλαώψ Capitals: ΑΓΛΑΩΨ
Transliteration A: aglaṓps Transliteration B: aglaōps Transliteration C: aglaops Beta Code: a)glaw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ,

   A bright-eyed, beaming, πεύκη S.OT214 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπροὺς ὀφθαλμούς, λάμπων· ἀγλαῶπι πεύκᾳ, μὲ λάμπουσαν δᾷδα, Σοφ. Ο. Τ. 214 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
à la flamme brillante (torche).
Étymologie: ἀγλαός, ὤψ.

Spanish (DGE)

-ῶπος de espléndido aspecto πεύκη S.OT 214.

Greek Monotonic

ἀγλαώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει φωτεινά μάτια, λαμπρούς οφθαλμούς, ακτινοβόλος, αστραφτερός, σε Σοφ.