αἱρέσιμος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[conquistable]], [[que puede ser conquistado]] τεῖχος X.<i>Cyr</i>.5.2.4.
|dgtxt=-ον<br />[[conquistable]], [[que puede ser conquistado]] τεῖχος X.<i>Cyr</i>.5.2.4.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἱρέσιμος:''' -ον ([[αἱρέω]]), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να καταληφθεί, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 17:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱρέσιμος Medium diacritics: αἱρέσιμος Low diacritics: αιρέσιμος Capitals: ΑΙΡΕΣΙΜΟΣ
Transliteration A: hairésimos Transliteration B: hairesimos Transliteration C: airesimos Beta Code: ai(re/simos

English (LSJ)

ον,

   A that can be taken, X.Cyr.5.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

αἱρέσιμος: -ου, (αἱρέω), ἁλωτός, ὃν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, Ξεν. Κυρ. 5, 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prenable.
Étymologie: αἱρέω.

Spanish (DGE)

-ον
conquistable, que puede ser conquistado τεῖχος X.Cyr.5.2.4.

Greek Monotonic

αἱρέσιμος: -ον (αἱρέω), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να καταληφθεί, σε Ξεν.