ἀκάρπιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάρπιστος]], -ον) [[καρπίζω]]<br /><i>ο</i> [[άκαρπος]], ο [[άγονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καρπίσει [[ακόμη]], που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί<br /><b>2.</b> ο [[ανώφελος]], [[εκείνος]] που δεν προσφέρει [[τίποτε]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάρπιστος]], -ον) [[καρπίζω]]<br /><i>ο</i> [[άκαρπος]], ο [[άγονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καρπίσει [[ακόμη]], που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί<br /><b>2.</b> ο [[ανώφελος]], [[εκείνος]] που δεν προσφέρει [[τίποτε]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκάρπιστος:''' -ον ([[καρπίζω]]), ο [[τόπος]] όπου δεν υπάρχει [[τίποτα]] για [[κοπή]], για θερισμό, για δρέψιμο, [[τόπος]] [[άκαρπος]]· λέγεται για τη [[θάλασσα]], όπως το [[ἀτρύγητος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:27, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάρπιστος Medium diacritics: ἀκάρπιστος Low diacritics: ακάρπιστος Capitals: ΑΚΑΡΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akárpistos Transliteration B: akarpistos Transliteration C: akarpistos Beta Code: a)ka/rpistos

English (LSJ)

ον,

   A where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, E.Ph.210 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάρπιστος: -ον, = ἀκάρπωτος, = ἔνθα οὐδὲν ὑπάρχει πρὸς θερισμόν, ἄκαρπος περὶ τῆς θαλάσσης, ὡς τὸ ἀτρύγητος, Εὐρ. Φοίν. 210· ἴδε περίρρυτος 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
stérile.
Étymologie: ἀ, καρπίζω.

Spanish (DGE)

-ον estéril πεδία del mar, E.Ph.210.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάρπιστος, -ον) καρπίζω
ο άκαρπος, ο άγονος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καρπίσει ακόμη, που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί
2. ο ανώφελος, εκείνος που δεν προσφέρει τίποτε.

Greek Monotonic

ἀκάρπιστος: -ον (καρπίζω), ο τόπος όπου δεν υπάρχει τίποτα για κοπή, για θερισμό, για δρέψιμο, τόπος άκαρπος· λέγεται για τη θάλασσα, όπως το ἀτρύγητος, σε Ευρ.