ἀκεστορία: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκεστορία]], η (Α) [[ἀκέστωρ]]<br />η θεραπευτική, η ιατρική. | |mltxt=[[ἀκεστορία]], η (Α) [[ἀκέστωρ]]<br />η θεραπευτική, η ιατρική. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκεστορία:''' ἡ ([[ἀκέομαι]]), η [[τέχνη]] της θεραπείας, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A the healing art, A.R.2.512, APl.4.272 (Leont.), Max.314.
German (Pape)
[Seite 71] ἡ, Heil- und Arzneikunst, Ap. Rh. 2, 512: oft in Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεστορία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ θεραπεύειν, Ἀπολλ. Ρόδ. 2, 512, Ἀνθ. Π. 9. 349, καὶ ἀλλ., κτλ.
Greek Monolingual
ἀκεστορία, η (Α) ἀκέστωρ
η θεραπευτική, η ιατρική.