Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκόλυμβος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκόλυμβος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[ικανός]] στην [[κολύμβηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κολυμβῶ</i>].
|mltxt=[[ἀκόλυμβος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[ικανός]] στην [[κολύμβηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κολυμβῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκόλυμβος:''' -ον, ο [[ανίκανος]] να κολυμπήσει, σε Βατραχομ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 17:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόλυμβος Medium diacritics: ἀκόλυμβος Low diacritics: ακόλυμβος Capitals: ΑΚΟΛΥΜΒΟΣ
Transliteration A: akólymbos Transliteration B: akolymbos Transliteration C: akolymvos Beta Code: a)ko/lumbos

English (LSJ)

ον,

   A unable to swim, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόλυμβος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, Βατραχομ. 157, Στράβ., Πλούτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne sait pas plonger.
Étymologie: ἀ, κόλυμβος.

Spanish (DGE)

-ον que no sabe nadar, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.

Greek Monolingual

ἀκόλυμβος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι ικανός στην κολύμβηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κολυμβῶ].

Greek Monotonic

ἀκόλυμβος: -ον, ο ανίκανος να κολυμπήσει, σε Βατραχομ., Πλούτ.