αἱρετέος: Difference between revisions
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser elegido]] ὠφελήματα Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22. | |dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser elegido]] ὠφελήματα Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἱρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[αἱρέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο [[επιθυμητός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>αἱρετέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:33, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A to be chosen, ὠφελήματα, opp. αἱρετὰ ἀγαθά, Chrysipp.Stoic.3.22, 61,al. II αἱρετέον, one must choose, Pl.Grg. 499e, Phld.Rh.1.287S., etc.
Greek (Liddell-Scott)
αἱρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ὃν πρέπει νὰ κυριεύσῃ, ἢ νὰ προτιμήσῃ τις, ὁ ἐπιθυμητός, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 7, καὶ ἀλλ. ΙΙ. αἱρετέον, πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, Πλάτ. Γοργ. 499Ε, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’on peut saisir par l’intelligence.
Étymologie: adj. verb. de αἱρέω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser elegido ὠφελήματα Chrysipp.Stoic.3.22.
Greek Monotonic
αἱρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του αἱρέω,
I. αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο επιθυμητός, σε Ξεν.
II. αἱρετέον, αυτό που πρέπει κάποιος να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ.